- ακατασχεσία
- η (Α ἀκατασχεσία) [ἀκατάσχετος]η ιδιότητα τού ακατάσχετου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκατασχεσίαις — ἀκατασχεσία ungovernableness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσχετος — η, ο (Α ἀκατάσχετος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει «ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία» νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται … Dictionary of Greek